τρέχον

τρέχον
τρέχω
run
pres part act masc voc sg
τρέχω
run
pres part act neut nom/voc/acc sg
τρέχω
run
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
τρέχω
run
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • Olympic Airlines — For the successor to Olympic Airlines, see Olympic Air. Olympic Airlines Ολυμπιακές Αερογραμμές IATA OA …   Wikipedia

  • Thanasis Sentementes — Infobox Football biography playername = Thanasis Sentementes fullname = Thanasis Sentementes dateofbirth = birth date and age|1975|12|23 cityofbirth = Kalamata countryofbirth = Greece height = height|m=1.91 position = Defender currentclub =… …   Wikipedia

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • εφέτειος — ἐφέτειος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που γίνεται μέσα στο τρέχον έτος 2. (για ζώα) αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφέτος + κατάλ. ειος, κατά τα έτειος, επέτειος] …   Dictionary of Greek

  • εφέτος — και φέτος (ΑΜ ἐφέτος, Μ και ὀφέτος και (ἐ)φέτο) κατά το παρόν, το τρέχον έτος, αυτή τη χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την αρχ. φράση ἐφ ἔτος (< ἐπ ἔτος) με δάσυνση αναλογική προς τα ἐφ ἡμέραν, ἐφ ὅσον κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • εφετινός — ή, ό και φετινός, ή, ό (ΑΜ ἐφετινός, ή, όν, Μ και ὀφετινὸς και φετινός) [εφέτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά») νεοελλ. (κατ επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος μσν. πάπ. ο ηλικίας ενός έτους …   Dictionary of Greek

  • Φρίμαν, Μαίρη Ελεονώρα — (Freeman, Ράντοφ, Μασαχουσέτη 1852 – Μέτουχεν, Nιου Tζέρσεϊ 1930). Αμερικανίδα συγγραφέας. Έγραψε ποιήματα αφιερωμένα στην παιδική ηλικία, πολλά διηγήματα, μια κωμωδία και μερικά μυθιστορήματα, στα οποία το τρέχον θέμα είναι η περιγραφή και η… …   Dictionary of Greek

  • (ε)φέτος — επίρρ. χρον., ο χρόνος που διανύουμε, το τρέχον έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”